κυβιστῶν

κυβιστῶν
κυβιστάω
tumble head foremost
pres part act masc voc sg
κυβιστάω
tumble head foremost
pres part act neut nom/voc/acc sg
κυβιστάω
tumble head foremost
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
κυβιστάω
tumble head foremost
pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)
κυβιστής
tumbler
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυβίστων — κυβιστάω tumble head foremost imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κυβιστάω tumble head foremost imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αφηρημένη τέχνη — Ο όρος α.τ., όπως και οι συνώνυμοι τέχνη ανεικονική, τέχνη μη αντικειμενική, τέχνη μη αναπαραστατική, δηλώνει τη σύγχρονη τάση των εικαστικών τεχνών που αποκλείει στο καλλιτεχνικό έργο κάθε προσφυγή στη φυσική πραγματικότητα και ειδικότερα κάθε… …   Dictionary of Greek

  • Μιρό, Χουάν — (Joan Miro, Βαρκελώνη 1893 – Πάλμα 1983). Ισπανός ζωγράφος. Από την επαφή του με τη ζωγραφική των φοβιστών και των κυβιστών άντλησε πολύτιμα διδάγματα για την αυτονομία του χρώματος και για την οργάνωση του χώρου. Συγγενέστερα με την… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • Ρεβερντί, Πιερ — (Reverdy, Ναρμπόν 1889 – Αβαείο του Σολέμ 1960). Γάλλος ποιητής. Ευαίσθητος στις ανησυχίες των κυβιστών ζωγράφων, συγκέντρωσε στην επιθεώρηση Nord Sud (1917 18) κείμενα των Ζακόμπ, Απολινέρ και άλλων εκπροσώπων του λογοτεχνικού «κυβισμού». Από το …   Dictionary of Greek

  • Στέλα, Γιόζεφ — (Stella). Αμερικανός ζωγράφος ιταλικής καταγωγής (Μούρο, Λουγκάνο 1879 Νέα Υόρκη 1946). Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη το 1900 και από το 1902 παρακολουθούσε μαθήματα στη Σχολή Τεχνών (School of Art). Συνεργάστηκε με τους Ρ. Χένρι και Γ. Σλόαν σαν… …   Dictionary of Greek

  • Τατλίν, Βλαντιμίρ Εφγκράφοβιτς — (Μόσχα 1885 – 1956). Ρώσος γλύπτης. Σπούδασε στην Ακαδημία της Μόσχας και ύστερα έγινε μαθητής του Μιχαήλ Φιοντόροβιτς Λαριόνοφ. Τα πρώτα αφηρημένα ανάγλυφά του χρονολογούνται από το 1913: ο Τ. θεωρείται ο πρώτος γλύπτης που έπαψε να δημιουργεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”